εφεκτός — ἐφεκτός, ή, όν (Α) 1. ο συγκρατούμενος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐφεκτά ζητήματα για τα οποία κάποιος είναι επιφυλακτικός στην έκφραση τής γνώμης του. [ΕΤΥΜΟΛ. < επέχω βλ. εφεκτικός] … Dictionary of Greek
ἐφεκτός — to be held back masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔφεκτος — containing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεκτῶν — ἐφεκτός to be held back fem gen pl ἐφεκτός to be held back masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεκτούς — ἐφεκτός to be held back masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔφεκτοι — ἔφεκτος containing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
FOENUS — ex fetu, i. e. partu pecuniae, ut Gr. τόκος ἀπὸ τοῦ τίκτειν, Varro. Alii a fundo, quia fructus fundit: vel a fetendo, quod eiusmodi lucrum feteat in Rep. primitus appellabatur naturalis terrae fetus, postea per translationem, nummorum fetum… … Hofmann J. Lexicon universale
επταπλασιέφεκτος — ἑπταπλασιέφεκτος, ό (Α) φρ. «ἑπταπλασιέφεκτος λόγος» η αναλογία 7 1/ 6:1. [ΕΤΥΜΟΛ. < επταπλάσιος* + έφεκτος «ο περιέχων 1 + 1 / 6» (επί + έξ + κατάλ. τος)] … Dictionary of Greek
εφείκοστα — ἐφείκοστα, τὰ (Α) πάπ. πρόσθετος φόρος κατά 1/20 πάνω στην κύρια αξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εἰκοστά. Η δασύτητα αναλογική προς το ἔφεκτος*] … Dictionary of Greek